ευνοημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ευνοημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ευνοώ
Μετοχή
[επεξεργασία]ευνοημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ευνοώ
ευνοημένος, -η, -ο