ευνουχισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ευνουχισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ευνουχίζω
Μετοχή
[επεξεργασία]ευνουχισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ευνουχίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ευνουχισμένος
|