ευποιία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εὐποιΐα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευποιία οι ευποιίες
      γενική της ευποιίας των ευποιιών
    αιτιατική την ευποιία τις ευποιίες
     κλητική ευποιία ευποιίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ευποιία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐποιΐα [1] < εὗ + -ποιία (ποιῶ)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ef.piˈi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐ποι‐ί‐α

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ευποιία θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • κράτος ευποιίας: το κοινωνικό κράτος, το κράτος πρόνοιας

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]