ευρεσιτέχνης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ευρεσιτέχνης < ευρεσιτεχνία + -ης (αναδρομικός σχηματισμός)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ευρεσιτέχνης αρσενικό
- αυτός που κατέχει πιστοποιητικό ευρεσιτεχνίας
- (κατ’ επέκταση) επινοητικός, εφευρετικός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ευρεσιτέχνης
|