ευρετηριάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ευρετηριάζω < ευρετήρι(ο) + -άζω

ευρετηριάζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]