ευρετική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ευρετική < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ευρετικός < αρχαία ελληνική εὑρετικός (1.(μεταφραστικό δάνειο) γερμανική heuristisch) (2.(μεταφραστικό δάνειο) αγγλική heuristic)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ευρετική θηλυκό
- η αναζήτηση, εύρεση και συγκέντρωση ιστορικών ή άλλων πηγών, προκειμένου να μελετήσουμε κάποιο ζήτημα
- (μαθηματικά) μέθοδος ή αλγόριθμος που συμβάλλει στην γρήγορη λύση ενός προβλήματος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η λύση είναι η βέλτιστη δυνατή
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη βρίσκω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ευρετική
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ευρετική
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)