ευτρεπισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ευτρεπισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ευτρεπίζω
Μετοχή
[επεξεργασία]ευτρεπισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ευτρεπίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ευτρεπισμένος
|