ευφημιστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ευφημιστικά < ευφημιστικός
Επίρρημα
[επεξεργασία]ευφημιστικά
- κατ’ ευφημισμόν, εξευμενιστικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ευφημιστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ευφημιστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ευφημιστικός