ευφυώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ευφυώς < ευφυ(ής) + -ώς

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ευφυώς

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]