εφάπτομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εφάπτομαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐφάπτομαι[1]

εφάπτομαι

  • για επιφάνεια που έρχεται σε επαφή με ένα ή πολλά σημεία μιας άλλης επιφάνειας

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]