εφένδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | εφένδης | οι | εφένδες |
γενική | του | εφένδη | των | εφενδών |
αιτιατική | τον | εφένδη | τους | εφένδες |
κλητική | εφένδη | εφένδες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εφένδης < τουρκική efendi < μεσαιωνική ελληνική αφέντης (αντιδάνειο) < αρχαία ελληνική αὐθέντης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εφένδης αρσενικό
- (λόγιο) άλλη μορφή του εφέντης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εφένδης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)