εφαρμοστά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]εφαρμοστά < εφαρμοστός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]εφαρμοστά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εφαρμοστά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]εφαρμοστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εφαρμοστό