εφεσιβάλλω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εφεσιβάλλω < λείπει η ετυμολογία

εφεσιβάλλω

  • προσβάλλω πρωτόδικη απόφαση δικαστηρίου και την παραπέμπω σε δευτεροβάθμιο δικαστήριο για έλεγχο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]