εφησυχασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εφησυχασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εφησυχάζω
Μετοχή
[επεξεργασία]εφησυχασμένος -η -ο
- που έχει εφησυχάσει, που αδικαιολόγητα έχει πάψει να ανησυχεί για το τι συμβαίνει γύρω του
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εφησυχασμένος