εφοδιαστική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εφοδιαστική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου εφοδιαστικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική logistics)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εφοδιαστική θηλυκό
- (οικονομία) που έχει σχέση με την αποθήκευση, μεταφορά ή διανομή εμπορευμάτων και αγαθών καθώς και με τη διαχείριση των σχετικών πληρωμών
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)