εφτάζυμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | εφτάζυμα | ||
γενική | των | εφτάζυμων | ||
αιτιατική | τα | εφτάζυμα | ||
κλητική | εφτάζυμα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εφτάζυμα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εφτάζυμος στον πληθυντικό < αυτόζυμο < αυτός + -ο- + ζύμη (με παρετυμολόγηση από τη λέξη εφτά)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εφτάζυμα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εφτάζυμα
|