εφυαλώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εφυαλώνω < εφ- + ύαλος + -ώνω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική vitrifier)

εφυαλώνω (παθητική φωνή: εφυαλώνομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]