εφόδιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εφόδιο | τα | εφόδια |
γενική | του | εφοδίου & εφόδιου |
των | εφοδίων |
αιτιατική | το | εφόδιο | τα | εφόδια |
κλητική | εφόδιο | εφόδια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εφόδιο < αρχαία ελληνική ἐφόδιον < ἐπί + ὁδός
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εφόδιο ουδέτερο
- το υλικό, ηθικό ή πνευματικό μέσο απαραίτητο σε κάποιον για να ενεργήσει ή να πετύχει κάτι
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ανεφοδιάζω
- ανεφοδιασμός
- ανεφοδίαστος
- εφοδιάζω
- εφοδιασμένος
- εφοδιασμός
- → δείτε τις λέξεις επί και οδός