εφόδιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εφόδιο τα εφόδια
      γενική του εφοδίου
εφόδιου
των εφοδίων
    αιτιατική το εφόδιο τα εφόδια
     κλητική εφόδιο εφόδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εφόδιο < αρχαία ελληνική ἐφόδιον < ἐπί + ὁδός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /eˈfo.ði.o/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εφόδιο ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]