εχθρά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: έχθρα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εχθρά < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐχθρά, θηλυκό του ἐχθρός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /exˈθɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐χθρά
τονικό παρώνυμο: έχθρα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εχθρά θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε εχθρός