εχθρικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εχθρικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐχθρικῶς < ελληνιστική κοινή ἐχθρικός. Συγχρονικά αναλύεται σε εχθρικ(ός) + -ώς.
Επίρρημα
[επεξεργασία]εχθρικώς
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εχθρικώς
|
Πηγές
[επεξεργασία]- «εχθρικός (& εχθρικά, -ώς)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)