εχινόδερμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εχινόδερμο ουδέτερο
- μέλος κατηγορίας θαλάσσιων ζώων που έχουν αγκάθια και αποτελούν μια πολυπληθή συνομοταξία του ζωικού βασιλείου, όπως ο αστερίας, ο αχινός, ο οφίουρος, ο θαλάσσιος κρίνος, το ολοθούριο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εχινόδερμο
|