εψιδίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εψιδίνη | οι | εψιδίνες |
γενική | της | εψιδίνης | των | εψιδινών |
αιτιατική | την | εψιδίνη | τις | εψιδίνες |
κλητική | εψιδίνη | εψιδίνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εψιδίνη < hepcidin < Hep + cide + -in < Ἧπαρ + κτείνω (λόγῳ του ότι παράγεται από το Ήπαρ και λόγῳ των βακτηριοκτόνων ιδιοτήτων της)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εψιδίνη θηλυκό
- (βιοχημεία) ορμόνη του αίματος που παράγεται στο ήπαρ και ρυθμίζει τον μεταβολισμό του σιδήρου