εύδιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εύδιος < ευδία < αρχαία ελληνική εὐδία <εὖ επίρ. + δίος= θείος, ουράνιος, γαλήνιος

Επίθετο

[επεξεργασία]

εύδιος, -ία, -ιο

Αντώνυμα

εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • Ήν γαρ τούτο υπάρξη εύδια πάντα και πλους ούριος και λειοκύμων ή θάλαττα και πλησίον ο λιμήν. Λουκιανός, «Σκύθης ή Πρόξενος».

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]