εἰκώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]- μετοχή του ρήματος ἔοικα (παρακείμενος με σημασία ενεστώτα)
- είμαι αρμόδιος, είμαι ο πρέπων, είμαι ανάλογος, ταιριαστός
- που μοιάζει, που φαίνεται όμοιος
- που αρμόζει, που είναι κατάλληλος
- που είναι πιθανός
- σε απρόσωπες εκφράσεις: → δείτε τη λέξη εἰκός
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]ουσιαστικοποιημένα:
Πηγές
[επεξεργασία]- ἔοικα, *εἴκω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- → και δείτε το ουδέτερο εἰκός
Κατηγορίες:
- Μετοχές με κλίση όπως το 'λελυκώς' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'λελυκώς' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Πλάτωνα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)