εἰωθυῖαν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος μετοχής
[επεξεργασία]εἰωθυῖαν θηλυκό
- αιτιατική ενικού μετοχής ενεργητικού παρακειμένου, θηλυκού γένους, του ρήματος ἔθω
εἰωθυῖαν θηλυκό