εἰωθυῖαν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κλιτικός τύπος μετοχής

[επεξεργασία]

εἰωθυῖαν θηλυκό

  • αιτιατική ενικού μετοχής ενεργητικού παρακειμένου, θηλυκού γένους, του ρήματος ἔθω