εὐδοκία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ευδοκία, Ευδοκία, Εὐδοκία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική εὐδοκί αἱ εὐδοκίαι
      γενική τῆς εὐδοκίᾱς τῶν εὐδοκιῶν
      δοτική τῇ εὐδοκί ταῖς εὐδοκίαις
    αιτιατική τὴν εὐδοκίᾱν τὰς εὐδοκίᾱς
     κλητική ! εὐδοκί εὐδοκίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εὐδοκί
γεν-δοτ τοῖν  εὐδοκίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εὐδοκία < εὐδοκέω + -ία < αρχαία ελληνική εὖ + δοκέω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εὐδοκία θηλυκό

  1. (ελληνιστική κοινή) ευδοκία, καλή θέληση, εύνοια
  2. (ελληνιστική κοινή) επιδοκιμασία, επιβεβαίωση
  3. (ελληνιστική κοινή) ευχαρίστηση