εὐφλέκτως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εὐφλέκτως < αρχαία ελληνική εὔλεκτ(ος) + -ως

Επίρρημα

[επεξεργασία]

εὐφλέκτως