εὑρίσκω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εὑρίσκω < λείπει η ετυμολογία

εὑρίσκω

  1. βρίσκω, συμβαίνω τυχαία
  2. ανακαλύπτω
  3. αποκτώ, φέρω

Συγγενικά

[επεξεργασία]
Σύνθετα
[επεξεργασία]