ζάφτω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζάφτω < μεσαιωνική ελληνική ζάφτω < ζάφτ(ι) + -ω
Ρήμα[επεξεργασία]
ζάφτω
- (παρωχημένο) ρίχνω, χτυπώ, αστράφτω, βαράω, κοπανάω
- Τότε ο Μενέλας βγάζοντας τη σπάθα, τη σηκώνει / και μιά του ζάφτει εκεί σπαθιά στου κράνου του το γρόμπο. (Ιλιάδα (Μετάφραση Πάλλη)/Γ)
- (παρωχημένο) (λαϊκότροπο) πίνω υπερβολικά (κρασί, αλκοολούχα ποτά)
- ζάφτει σαν νεροφίδα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζάφτω
|