ζαλισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /za.liˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζα‐λι‐σμέ‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]ζαλισμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ζαλίζω