ζαλώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζαλώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ζαλώνω

ζαλώνομαι, πρτ.: ζαλωνόμουν, στ.μέλλ.: θα ζαλωθώ, αόρ.: ζαλώθηκα, μτχ.π.π.: ζαλωμένος

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]