ζαμάνια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζαμάνια < πληθυντικός αριθμός του ζαμάνι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζαμάνια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- πολύς καιρός, πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα