ζαπτιές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ζαπτιές | οι | ζαπτιέδες |
γενική | του | ζαπτιέ | των | ζαπτιέδων |
αιτιατική | τον | ζαπτιέ | τους | ζαπτιέδες |
κλητική | ζαπτιέ | ζαπτιέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζαπτιές < (άμεσο δάνειο) τουρκική zaptiye < αραβική ضبط (dabt)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζαπτιές αρσενικό
- ο αστυνομικός, ο χωροφύλακας
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ζαπτιές
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καφές' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)