ζαρίφισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζαρίφισσα οι ζαρίφισσες
      γενική της ζαρίφισσας
    αιτιατική τη ζαρίφισσα τις ζαρίφισσες
     κλητική ζαρίφισσα ζαρίφισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζαρίφισσα < ζαρίφης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /zaˈɾi.fi.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζα‐ρί‐φισ‐σα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ζαρίφισσα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ζαρίφης