ζαχρεῖος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ζαχρεῖος, ος, ον
- που έχει μεγάλη ανάγκη, που χρειάζεται κάτι και το χρειάζεται επειγόντως ή με μεγάλη ένταση, διακαώς, επιτακτικά