ζαχρεῖος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζαχρεῖος < ζα (επιτατικό μόριο) και χρεία

Επίθετο

[επεξεργασία]

ζαχρεῖος, ος, ον

  • που έχει μεγάλη ανάγκη, που χρειάζεται κάτι και το χρειάζεται επειγόντως ή με μεγάλη ένταση, διακαώς, επιτακτικά