ζελές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ζιλές
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζελές οι ζελέδες
      γενική του ζελέ των ζελέδων
    αιτιατική τον ζελέ τους ζελέδες
     κλητική ζελέ ζελέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζελές < ζελέ + για προσαρμογή στην κλίση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /zeˈles/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζε‐λές

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ζελές αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]