ζεματισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζεματισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ζεματίζω
Μετοχή
[επεξεργασία]ζεματισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ζεματίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ζεματισμένος
|