ζεστοκοπώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζεστοκοπώ < μεσαιωνική ελληνική ζεστοκοπῶ. Συγχρονικά αναλύεται σε ζεστ(ός) + -ο- + -κοπώ
Ρήμα
[επεξεργασία]ζεστοκοπώ
- άλλη μορφή του ζεστοκοπάω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ζεστοκοπώ
|