ζευκτήριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζευκτήριος < αρχαία ελληνική ζευκτήριος < ζεύγνυμι
Επίθετο
[επεξεργασία]ζευκτήριος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ζευκτήριος
|