ζεύγλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζεύγλα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ζεύγλα θηλυκό

  • ξύλινο κατασκεύασμα για ζεύξη βοδιών προς άρωση.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]