ζογκλερικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ζογκλερικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται ή ανήκει ή χαρακτηρίζει τον ζογκλέρ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ζογκλερικός
|