ζουρλομανδύας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζουρλομανδύας αρσενικό
- ρόμπα με πολύ μακριά μανίκια που τη φορούν σε ψυχασθενείς σε κρίση και τους δένουν τα μανίκια πίσω από την πλάτη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ζουρλομανδύας
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ζουρλομανδύας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας