ζούδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζούδι | τα | ζούδια |
γενική | του | ζουδιού | των | ζουδιών |
αιτιατική | το | ζούδι | τα | ζούδια |
κλητική | ζούδι | ζούδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζούδι < μεσαιωνική ελληνική ζούδιον < (ελληνιστική κοινή) ζῴδιον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζούδι ουδέτερο
- μικρό ζώο
- ζωύφιο, έντομο
- Η Βερενίκη τον πείραζε όπως παιδεύουν κάποιο ζούδι μ’ ένα ξεσκλήδι καλαμιού (Κοσμάς Πολίτης, Eroica)
- (μεταφορικά) ζώο (χαρακτηρισμός για άνθρωπο χωρίς μυαλό)
- τι λες βρε ζούδι;
- (μυθολογία), στη λαϊκή παράδοση το στοιχειό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ζούδι
|