ζυγισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζυγισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ζυγίζω
Μετοχή
[επεξεργασία]ζυγισμένος, -η, -ο
- που έχει ζυγιστεί για να βρεθεί το βάρος του
- (μεταφορικά) που είναι αποτέλεσμα σκέψης και σωστού υπολογισμού
- τα λόγια του ήταν καλά ζυγισμένα
- ευθυγραμμισμένος