ζυμολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζυμολογία | οι | ζυμολογίες |
γενική | της | ζυμολογίας | των | ζυμολογιών |
αιτιατική | τη | ζυμολογία | τις | ζυμολογίες |
κλητική | ζυμολογία | ζυμολογίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζυμολογία < ζύμωση + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζυμολογία θηλυκό
- η μελέτη των μικροοργανισμών, των ουσιών και των διαδικασιών της ζύμωσης, η επιστήμη των ζυμώσεων