ζωθάλμιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζωθάλμιος < ζωή και θάλλω

Επίθετο

[επεξεργασία]

ζωθάλμιος,ος,ον αρσενικό

  • που προσταεύει, επαυξάνει τη ζωή, δίνει ζωντάνια