ζωογονέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζωογονέω < ζωός (ζωντανός)
Ρήμα
[επεξεργασία]ζωογονέω (ελληνιστική λέξη
- γεννάω ζωντανά πλάσματα
- συντηρώ στη ζωή
ζωογονέω (ελληνιστική λέξη