ζωογονέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζωογονέω < ζωός (ζωντανός)

ζωογονέω (ελληνιστική λέξη

  1. γεννάω ζωντανά πλάσματα
  2. συντηρώ στη ζωή