ζωοτροφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζωοτροφία < αρχαία ελληνική ζῳοτροφία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζωοτροφία θηλυκό
- η τροφή που είναι απαραίτητη για τη ζωή του ανθρώπου
- ≈ συνώνυμα: (παρωχημένο) ζωοτροφή
- η τροφή για το τάισμα των ζώων, για την εκτροφή τους
- η εκτροφή ζώων
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ζωοτροφία
|