ζωοχημεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζωοχημεία | οι | ζωοχημείες |
γενική | της | ζωοχημείας | των | ζωοχημειών |
αιτιατική | τη | ζωοχημεία | τις | ζωοχημείες |
κλητική | ζωοχημεία | ζωοχημείες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζωοχημεία θηλυκό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ζωοχημεία
|