ζώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζώνω < αρχαία ελληνική ζώννυμι, αόριστος: ἔζωσα

ζώνω, πρτ.: έζωνα, στ.μέλλ.: θα ζώσω, αόρ.: έζωσα, παθ.φωνή: ζώνομαι, μτχ.π.π.: ζωσμένος

  1. σφίγγω με μία ζώνη, ένα λουρί
  2. περικυκλώνω μια περιοχή με δυνάμεις στρατιωτικές ή αστυνομικές

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]